εσμός

εσμός
(I)
ο (AM ἑσμός)
1. (για μέλισσες ή σφήκες) σμήνος
2. πλήθος, αγέλη, ομάδα («ὁ ἑσμὸς τῶν γυναικῶν», Αριστοφ.
«ο εσμός τών αιχμαλώτων», Βιζυην.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. έζομαι, ενώ πιο πειστική είναι η ερμηνεία τής λ. από σύνθετο ε-σμός: α’ συνθετικό ε-, συνδεόμενο με το ρ. ίημι* (πρβλ. β’ εν. πρόσ. αορ. προστ. έ-ς, μτχ. μέσ. αορ. έ-μενος)
β’ συνθετικό επίθημα -σμος (πρβλ. δα-σμός, σει-σμός)].
————————
(II)
ἑσμός, ὁ (Α) [ίημι]
(για πράγματα) καθετί που υπάρχει σε αφθονία («ἑσμοί γάλακτος», ποτάμια γάλακτος, Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐσμός — ἑσμός that which settles masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑσμός — that which settles masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσμός — ο πλήθος πυκνό, σμάρι, σμήνος: Εσμός μελισσών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐσμοῖσι — ἑσμός that which settles masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσμοί — ἑσμός that which settles masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσμοῦ — ἑσμός that which settles masc gen sg (ionic) σμόω imperf ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσμούς — ἑσμός that which settles masc acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσμῶν — ἑσμός that which settles masc gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσμῷ — ἑσμός that which settles masc dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσμόν — ἑσμός that which settles masc acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”